- ακρονυχον
- ἀκρόνυχονἀκρόνῠχονadv. с наступлением ночи Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀκρόνυχον — ἀκρόνυχος at nightfall masc/fem acc sg ἀκρόνυχος at nightfall neut nom/voc/acc sg ἀκρώνυχος with nails masc/fem acc sg ἀκρώνυχος with nails neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρόνυχος — ἀκρόνυχος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή τής νύκτας, στο σούρουπο 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος). ΠΑΡ. μσν.… … Dictionary of Greek